- περσόνα
- η, Ν1. μάσκα, θεατρικό προσωπείο2. φρ. «περσόνα γκράτα» (νομ.) το αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό από την πολιτική εξουσία ξένης χώρας ως εκπρόσωπος τής εξουσίας τής χώρας του ή ευρύτερα ιδιωτικών ή δημόσιων συμφερόντων αμοιβαίου ενδιαφέροντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. persona «πρόσωπο, προσωπείο, χαρακτήρας»].
Dictionary of Greek. 2013.