περσόνα

περσόνα
η, Ν
1. μάσκα, θεατρικό προσωπείο
2. φρ. «περσόνα γκράτα» (νομ.) το αλλοδαπό φυσικό πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό από την πολιτική εξουσία ξένης χώρας ως εκπρόσωπος τής εξουσίας τής χώρας του ή ευρύτερα ιδιωτικών ή δημόσιων συμφερόντων αμοιβαίου ενδιαφέροντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. persona «πρόσωπο, προσωπείο, χαρακτήρας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μπέργκμαν, Ίνγκμαρ — (Ingmar Bergman, Ουψάλα 1918 –). Σουηδός συγγραφέας και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γιος πάστορα, ο μέγιστος των σύγχρονων Σουηδών σκηνοθετών, δεν έπαψε ποτέ να βασανίζεται από θρησκευτικά και ηθικά προβλήματα· τα τολμηρότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”